- ἱλατεύομαι
- ἱλατεύομαι (on the formation s. DELG s.v. ἱλάσκομαι) 1 aor. ἱλατευσάμην (the act. Jdth 16:15 v.l.; Da 9:19) be gracious τινί to someone Hv 1, 2, 1.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.